-
1 φρήν
φρήν, ἡ, gen. φρενός, pl. φρένες, gen. φρενῶν, dat. φρεσί: older dat. pl. φρασί ([etym.] ν) IG12.971 (vi B. C.), Pi.N.3.62, BMus.Inscr.909 (Halic., i B. C.): (v. sub fin.):I midriff,κραδία φρένα λακτίζει A.Pr. 881
(anap.); elsewh. always in pl.,ἔνθα φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ Il.16.481
, cf. Hp. VM22, Art.41; τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν (sc. τοῦ θώρακος καὶ τοῦ κύτους) ;τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πλεύμονα καὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b11
, cf. HA 496b11, 506a6; also, in Hom., more vaguely,πρὸς στῆθος ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
; , al.;φρένας.. εἰς αὐτὰς τυπείς A.Pr. 363
, cf. Eu. 159 (lyr.).2 heart, as seat of the passions, e.g. of fear,τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il.10.10
; of joy and grief,φρένα τέρπεσθαι φόρμιγγι 9.186
;γάνυται φρένα ποιμήν 13.493
;τί σε φρένας ἵκετοπένθος; 1.362
;ἄχος πύκασε φρένας 8.124
;ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε 3.442
; of anger, Od.6.147; of courage,ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες Il. 13.487
;ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη 22.475
, cf. 8.202, etc.; of bodily appetites, such as hunger, etc., 11.89: the shades of the dead are without it,ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν 23.104
(exc. the shade of Teiresias, Od.10.493): so generally in Poets, ap. Arist.Ath.5.2;κῆλα δαιμόνων θέλγει φρένας Pi.P.1.12
;φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
;μαινομένα φρενί Id.Th. 484
(lyr.);στυγεῖν μιᾷ φρενί Id.Eu. 986
(lyr.);Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φ. Id.Pr.34
; ἐκ φρενός from one's very heart, ὁ ἐκ φρενὸς λόγος a sincere speech, Id.Ch. 107;ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(lyr.); οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not superficially and carelessly, Id.Ag. 805 (anap.); φρενὸς ἐκ φιλίας ib. 1515 (anap.), cf. 546; φῦσαι φρένας to produce a haughty spirit, S.El. 1463.3 mind, as seat of the mental faculties, perception, thought,ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φ. Il.22.296
;μή μοι ταῦτα νόει φρεσί 9.600
; μετὰ φρεσὶ μερμηρίξαι, βάλλεσθαι, Od.10.438, Il.9.434;ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν 2.301
; τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσί θῆκε put in his mind, suggested it, 1.55; ; ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος ib. 121, cf. 1.297, etc.; φρένας παραπεῖσαι, πείθειν, 7.120, 16.842; ἐπιγνάμπτει φρένας (v.l. for νόον)ἐσθλῶν 9.514
;Διὸς ἐτράπετο φρήν 10.45
; ἀνὴρ φρένας ἀφνειός rich (only) in his imagination, Hes.Op. 455; ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ φρενί, Pi.O.8.24, P.2.57; ;ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φ. ἀνώμοτος E.Hipp. 612
;κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il.1.193
, al.: pl., wits,Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
, cf. 454, 18.331;πλήγη φρένας ἂς πάρος εἶχεν Il.13.394
;ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
;βλάπτε φρένας Ζεὺς ἡμετέρας 15.724
;ἐξ... τοι θεοὶ φρένας ὤλεσαν 7.360
; φρένας ἄφρων, φρένας ἠλέ or ἠλεέ, 4.104, 15.128, Od.2.243: of losing one's wits, φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, μεθεστάναι, S.Ph. 865, E.Or. 1021, Ba. 944;τὰς φ. ἐκβάλλειν S.Ant. 648
;ἔξω φρενῶν Pi.O.7.47
;φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν E.Heracl. 709
;φρενῶν κεκομμένος A.Ag. 479
(lyr.); ; ; ἔξεδροι, παράκοποι, E.Hipp. 935, Ba.33;ποῦ ποτ' εἶ φρενῶν; S.El. 390
;φρένες διάστροφοι A.Pr. 673
, S.Aj. 447;μαργότης φρενῶν Id.Fr. 846
;ἀνακίνησις φρενῶν Id.OT 727
, etc.; of persons in their senses,ἐπήβολος φρενῶν Id.Ant. 492
; (lyr.) (so in later Prose,οἱ φρένας ἔχοντες Phld.Po.5.19
, Rh.1.240S.; οἱ τῶν σοφιστῶν τὰς κοινὰς φ. ἔχοντες ib.202S.); alsoἔσω φρενῶν λέγειν A.Ag. 1052
;γράφου φρενῶν ἔσω S.Ph. 1325
;τῆς λεπτότητος τῶν φ. Ar.Nu. 153
; φρένες, opp. σῶμα, Hdt.3.134; soαἱ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν E.El. 387
; attributed to animals,μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή Il.4.245
, cf. 16.157, etc.—The word is not common in early Prose,τίς αὐτῶν νόος ἢ φρήν; Heraclit.104
; συμφορὰ τῶν φ., i.e. madness, And.2.7;παραλλάττει τῶν φ. Lys.Fr.90
;καρποῦ μὲν ἀφθονία φρενῶν δὲ ἀφορία X.Smp.4.55
;νοῦς καὶ φρένες D.18.324
, cf. 25.33.4 will, purpose,οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194
;σῆς ἀπεστάτουν φ. S.Ant. 993
, cf.OC 1182.—In usage there is little or no distinction observable between sg. and pl., but the sg. is not found in Prose (exc. Heraclit. l.c.) or Com. (exc. in paratrag., Ar. Ra. 886). -
2 ἐκ
ἐκ, before a vowel [full] ἐξ, alsoAἐξ τῳ ϝοίκῳ Inscr.Cypr. 135.5
H., in [dialect] Att. Inscrr. before ς ξ ζ ρ and less freq. λ ; ἐγ- in Inscrr. before β γ δ λ μ ν ; Cret. and [dialect] Boeot. [full] ἐς Leg.Gort.2.49, Corinn.Supp.2.67 ; ἐχ freq. in [dialect] Att. Inscrr. before χ φ θ (and in early Inscrr. before ς, IG12.304.20) ; also ἐ Ναυπάκτω ib.9(1).334.8 ([dialect] Locr.) ; (ἐτ is for ἐπὶ in ib 9(2).517.14 (Thess.)):—Prep. governing GEN. only (exc. in Cypr. and Arc., c. dat., Inscr.Cypr.135.5 H. ([place name] Idalium), (in form ἐς) IG5(2).6.49 (Tegea, iv B.C.)):—radical sense, from out of, freq. also simply, from.I OF PLACE, the most freq. usage, variously modified:1 of Motion, out of, forth from, , cf.Pl.Prt. 321c, etc. ;μάχης ἔκ Il.17.207
;ἂψ ἐκ δυσμενέων ἀνδρῶν 24.288
; ἐξ ὀχέων, ἐξ ἕδρης, 3.29, 19.77 ;φεύγειν ἐκ πολέμοιο 7.119
;ἐκ τῶν πολεμίων ἐλθεῖν X.Cyr.6.2.9
;ἐκ χειρῶν γέρας εἵλετο Il.9.344
, cf. S.Ph. 1287 (but ἐκ χειρὸς βάλλειν or παίειν to strike with a spear in the hand, opp. ἀντιτοξεύειν or ἀκοντίζειν, X.An.3.3.15, Cyr.4.3.16 ; ἐκ χειρὸς τὴν μάχην ποιεῖσθαι ib.6.2.16, cf. 6.3.24, etc.) ; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν ib.5.3.3 ;ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι Pl.Com.190
.2 ἐκ θυμοῦ φίλεον I loved her from my heart, with all my heart, Il.9.343 ;ἐκ τῆς ψυχῆς ἀσπάσασθαι X.Oec.10.4
;μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.) ;δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(anap.) ;οὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις S.El. 344
; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσθαι receive with kindly heart, Id.OC 486 ; ; ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων with chariot still upright, Id.El. 742 ;ἐξ ἀκινήτου ποδός Id.Tr. 875
;ἐξ ἑνὸς ποδός Id.Ph.91
.3 to denote change or succession, freq. with an antithetic repetition of the same word, δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ one evil comes from (or after) another, Il.19.290 ;ἐκ φόβου φόβον τρέφω S.Tr.28
; πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβειν, ἀλλάττειν, Pl. Sph. 224b, Plt. 289e ;λόγον ἐκ λόγου λέγειν D.18.313
;πόρους ἐκ πόρων ὑπισχνούμενοι Alciphr.1.8
;ἀπαλλάττειν τινὰ ἐκ γόων S.El. 291
;ἐκ κακῶν πεφευγέναι Id.Ant. 437
: hence, instead of,τυφλὸς ἐκ δεδορκότος Id.OT 454
;λευκὴν..ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Id.Ant. 1093
; , cf. X. An.7.7.28, etc.4 to express separation or distinction from a number, ἐκ πολέων πίσυρες four out of many, Il.15.680 ;μοῦνος ἐξ ἁπάντων σωθῆναι Hdt.5.87
; εἶναι ἐκ τῶν δυναμένων to be one of the wealthy, Pl.Grg. 525e ; ἐμοὶ ἐκ πασέων Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν to me out of (i.e. above) all, Il. 18.431, cf. 432 ;ἐκ πάντων μάλιστα 4.96
, cf. S.Ant. 1137 (lyr.), etc. ; redundant,εἷς τῶν ἐκ τῶν φίλων σου LXX Jd.15.2
.5 of Position, outside of, beyond, chiefly in early writers, ἐκ βελέων out of shot, Il.14.130, etc. ; ἐκ καπνοῦ out of the smoke, Od.19.7 ; ἐκ πατρίδος banished from one's country, 15.272 ; ἐκ μεσου κατῆστο sate down apart from the company, Hdt.3.83 ; ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι out of its accustomed quarters, Id.2.142; ἐξ ὀφθαλμῶν out of sight, Id.5.24 ; ἐξ ὁδοῦ out of the road, S.OC 113.6 with Verbs of Rest, where previous motion is implied, on, in, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθος..πῦρ lighted a fire from (i.e. on) his helmet, Il.5.4 ; ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο washed his body in the river ( with water from the river), Od.6.224 : freq. with Verbs signifying hang or fasten, σειρήν..ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες having hung a chain from heaven, Il.8.19 ; ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα he hung his lyre from (i.e. on) the peg, Od.8.67 ; ἀνάπτεσθαι ἔκ τινος fasten from i.e. upon) a thing, 12.51 ;μαχαίρας εἶχον ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων Il.18.598
; πρισθεὶς ἐξ ἀντύγων gripped to the chariot-rail, S.Aj. 1030, etc.; ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα leading it [ by a rein] upon her arm, Hdt.5.12 : with Verbs signifying hold, lead, ἐξ ἐκείνων ἔχειν τὰς ἐλπίδας to have their hopes dependent upon them, Th.1.84 ; ἐκ χειρὸς ἄγειν lead by the hand, Bion Fr.7.2 ; ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι ib.6.2 ;ἐκ τῆς οὐρᾶς λαμβάνεσθαι Luc.Asin.23
: with the Art. indicating the place of origin, οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι the robbers of the islands, Th.1.8, cf. 2.5, 13 ; τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας those in the sea-fight, Pl. Ap. 32b ; τοὺς ἐκ τῶν σκηνῶν those in the tents, D.18.169 ;ἁρπασόμενοι τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν X.Cyr.7.2.5
;οἱ ἐκ τοῦ πεδίου ἔθεον Id.An. 4.6.25
: even with Verbs of sitting or standing, εἰσεῖδε στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο from Olympus where she stood, Il.14.154 ; καθῆσθαι ἐκ πάγων to sit on the heights and look from them, S.Ant. 411 ;στὰς ἐξ ἐπάλξεων ἄκρων E.Ph. 1009
; ἐκ βυθοῦ at the bottom, Theoc.22.40 : phrases, ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς, on the right, left, X.Cyr.8.3.10, etc.; οἱ ἐξ ἐναντίας, οἱ ἐκ πλαγίοὐ ib.7.1.20 ; ἐκ θαλάσσης, opp. ἐκ τῆς μεσογείας, D.18.301.7 νικᾶν ἔκ τινος win a victory over.., Apoc.15.2.II OF TIME, elliptic with Pron. relat. and demonstr., ἐξ οὗ [ χρόνου] since, Il.1.6, Od.2.27, etc.; in apod., ἐκ τοῦ from that time, Il.8.296 ;ἐκ τούτου X.An.5.8.15
, etc. (but ἐκ τοῖο thereafter, Il.1.493, and ἐκ τούτων or ἐκ τῶνδε usu. after this, X.Mem.2.9.4, S.OT 235) ;ἐξ ἐκείνου Th.2.15
; ἐκ πολλοῦ (sc. χρόνου) for a long time, Id.1.68, etc.;ἐκ πλέονος χρόνου Id.8.45
; ἐκ πλείστου ib.68 ; ἐξ ὀλίγου at short notice, Id.2.11 (but also a short time since, Plu.Caes.28) ;ἐκ παλαιοῦ X.Mem.3.5.8
;ἐκ παλαιτάτου Th.1.18
.2 of particular points of time,ἐκ νεότητος..ἐς γῆρας Il.14.86
;ἐκ γενετῆς 24.535
; ἐκ νέου, ἐκ παιδός, from boyhood, Pl.Grg. 510d, R. 374c, etc.;ἐκ μικροῦ παιδαρίου D.53.19
; , etc.; καύματος ἔξ after hot weather, Il.5.865; νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰθέρος ἐκ δίης after clear weather, 16.365 ;ἐκ δὲ αἰθρίης καὶ νηνεμίης συνδραμεῖν ἐξαπίνης νέφεα Hdt.1.87
; so (like ἀπό II) ἐκ τῆς θυσίης γενέσθαι to have just finished sacrifice, ib.50, etc.; ἐκ τοῦ ἀρίστου after breakfast, X.An.4.6.21 ; ἐξ εἰρήνης πολεμεῖν to go to war after peace, Th. 1.120 ;γελάσαι ἐκ τῶν ἔμπροσθεν δακρύων X.Cyr.1.4.28
; ;τὴν θάλασσαν ἐκ Διονυσίων πλόϊμον εἶναι Thphr.Char.3.3
; ἐκ χειμῶνος at the end of winter, Plu. Nic.20.3 at, in,ἐκ νυκτῶν Od.12.286
;ἐκ νυκτός X.Cyr.1.4.2
, etc.; ;ἐκ μέσω ἄματος Theoc.10.5
; ἐκ τοῦ λοιποῦ or ἐκ τῶν λοιπῶν for the future, X.Smp.4.56, Pl.Lg. 709e.III OF ORIGIN,1 of Material, out of or of which things are made,γίγνεταί τι ἔκ τινος Parm.8.12
;ποιέεσθαι ἐκ ξύλων τὰ πλοῖα Hdt.1.194
;πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ A.Supp. 953
;εἶναι ἐξ ἀδάμαντος Pl.R. 616c
;ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος αἰετοί Theoc.15.123
;στράτευμα ἀλκιμώτατον ἂν γένοιτο ἐκ παιδικῶν X.Smp.8.32
; συνετάττετο ἐκ τῶν ἔτι προσιόντων formed line of battle from the troops as they marched up, Id.An.1.8.14.2 of Parentage, ἔκ τινος εἶναι, γενέσθαι, etc., Il. 20.106,6.206, etc.; ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί (where γένος is acc. abs.) 5.896 ;σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης 19.111
;ὦ παῖ πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέως S.Ph. 260
;πίρωμις ἐκ πιρώμιος Hdt.2.143
;ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν Pl.Phdr. 246a
;τὸν ἐξ ἐμῆς μητρός S.Ant. 466
, etc.3 of Place of Origin or Birth,ἐκ Σιδῶνος..εὔχομαι εἶναι Od.15.425
, cf. Th.1.25, etc.;ἐκ τῶν ἄνω εἰμί Ev.Jo.8.23
; ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή the Areopagus, Arist.Ath.4.4, etc. ;οἱ ἐκ τῆς διατριβῆς ταύτης Aeschin.1.54
; οἱ ἐκ τοῦ Περιπάτου the Peripatetics, Luc.Pisc.43 ; ὁ ἐξ Ἀκαδημείας the Academic, Ath.1.34b ;οἱ ἐκ πίστεως Ep.Gal.3.7
;οἱ ἐξ ἐριθείας Ep.Rom.2.8
.4 of the Author or Occasion of a thing, ὄναρ, τιμὴ ἐκ Διός ἐστιν, Il.1.63,2.197, cf. Od.1.33, A.Pers. 707, etc.; θάνατος ἐκ μνηστήρων death by the hand of the suitors, Od.16.447 ; τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα walls built by them, Hdt.2.148 ; κίνημα ἐξ αὑτοῦ spontaneous motion, Plot.6.1.21 ;ὕμνος ἐξ Ἐρινύων A.Eu. 331
(lyr.) ;ἡ ἐξ ἐμοῦ δυσβουλία S.Ant.95
;ὁ ἐξ ἐμοῦ πόθος Id.Tr. 631
.5 with the agent after [voice] Pass. Verbs, by, Poet. and early Prose, ἐφίληθεν ἐκ Διός they were beloved of (i.e.by) Zeus, Il.2.669 ; κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός ib. 70;προδεδόσθαι ἐκ Πρηξάσπεος Hdt.3.62
;τὰ λεχθέντα ἐξ Ἀλεξάνδρου Id.7.175
, cf. S.El. 124 (lyr.), Ant.93, Th.3.69, Pl.Ti. 47b;ἐξ ἁπάντων ἀμφισβητήσεται Id.Tht. 171b
;ὁμολογουμένους ἐκ πάντων X.An.2.6.1
; , cf. Pl.Ly. 204c : with neut. Verbs,ἐκ..πατρὸς κακὰ πείσομαι Od.2.134
, cf. A.Pr. 759 ;τλῆναί τι ἔκ τινος Il.5.384
;θνήσκειν ἔκ τινος S.El. 579
, OT 854, etc.;τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων Hdt.1.1
.6 of Cause, Instrument, or Means by which a thing is done, ἐκ πατέρων φιλότητος in consequence of our fathers' friendship, Od.15.197 ;μήνιος ἐξ ὀλοῆς 3.135
;ἐξ ἔριδος Il. 7.111
;τελευτῆσαι ἐκ τοῦ τρώματος Hdt.3.29
; ἐκ τίνος λόγου; E. Andr. 548 ; ἐκ τοῦ; wherefore? Id.Hel.93 ;λέξον ἐκ τίνος ἐπλήγης X. An.5.8.4
; ποιεῖτε ὑμῖν φίλους ἐκ τοῦ Μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας make yourselves friends of (i.e. by means of).., Ev.Luc.16.9 ;ζῆν ἔκ τινος X. HG3.2.11
codd.;ἐκ τῶν ἰδίων τρέφειν ἐμαυτόν Isoc.15.152
; (lyr.).7 in accordance with, ἐκ τῶνλογίων Hdt.1.64
;ὁ ἐκ τῶν νόμων χρόνος D.24.28
;ἐκ κελεύματος A. Pers. 397
, cf. Sophr.25 ;ἐκ τῶν ξυγκειμένων Th.5.25
; ἐκ τῶν παρόντων ib.40, etc.;ἐκ τῶν ἔργων κρινόμενοι X.Cyr.2.2.21
, cf. A.Pr. 485.8 freq. as periphr. for Adv.,ἐκ προνοίας IG12.115.11
; ἐκ βίας by force, S.Ph. 563 ; ;ἐκ παντὸς τρόπου ζητεῖν Pl.R. 499a
: esp. with neut. Adjs., ἐξ ἀγχιμόλοιο, = ἀγχίμολον, Il.24.352 ;ἐκ τοῦ ἐμφανέος Hdt.3.150
; ἐκ τοῦ φανεροῦ, ἐκ τοῦ προφανοῦς, Th.4.106, 6.73 ;ἐκ προδήλου S.El. 1429
; ἐξ ἴσου, ἐκ τοῦ ἴσου, Id.Tr. 485, Th.2.3 ;ἐξ ἀέλπτου Hdt.1.111
, etc.: with fem. Adj.,ἐκ τῆς ἰθέης Id.3.127
;ἐκ νέης Id.5.116
;ἐξ ὑστέρης Id.6.85
;ἐκ τῆς ἀντίης Id.8.6
;ἐκ καινῆς Th.3.92
;ἐξ ἑκουσίας S.Tr. 727
; ἐκ ταχείας ib. 395.9 of Number or Measurement, with numerals, ἐκ τρίτων in the third place, E.Or. 1178, Pl.Grg. 500a, Smp. 213b ; distributively, apiece, Ath.15.671b.b of Price,ἐξ ὀκτὼ ὀβολῶν SIG2587.206
; ἐκ τριῶν δραχμῶν ib.283 ;συμφωνήσας ἐκ δηναρίου Ev.Matt.20.2
.c of Weight,ἐπιπέμματα ἐξ ἡμιχοινικίου Inscr.Prien.362
(iv B.C.).d of Space, θινώδης ὢν ὁ τόπος ἐξ εἴκοσι σταδίων by the space of twenty stades, Str.8.3.19.B ἐκ is freq. separated from its CASE, Il.11.109, etc.—It takes an accent in anastrophe, 14.472, Od.17.518.—[dialect] Ep. use it with Advbs. in -θεν, ἐξ οὐρανόθεν, ἐξ ἁλόθεν, ἐξ Αἰσύμηθεν, Il.17.548, 21.335, 8.304 ; ;ἐκ πρῴρηθεν Theoc.22.11
.—It is combined with other Preps. to make the sense more definite, as διέκ, παρέκ, ὑπέκ.2 to express completion, like our utterly, ἐκπέρθω, ἐξαλαπάζω, ἐκβαρβαρόω, ἐκδιδάσκω, ἐκδιψάω, ἐκδωριεύομαι, ἐξοπλίζω, ἐξομματόω, ἔκλευκος, ἔκπικρος.D As ADVERB, therefrom, Il.18.480.
См. также в других словарях:
έτυμος — η, ο (Α ἔτυμος, ον και ἔτυμος, ύμη, ον) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν) η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα αρχ. αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» αληθινή διήγηση, Στησίχ.) επίρρ... ἐτύμως… … Dictionary of Greek